ποντίσῃ

ποντίσῃ
ποντίζω
plunge
aor subj mid 2nd sg
ποντίζω
plunge
aor subj act 3rd sg
ποντίζω
plunge
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πόντιση — η, Ν [ποντίζω] 1. βύθιση στη θάλασσα 2. ρίψη τής άγκυρας στη θάλασσα για αγκυροβολία …   Dictionary of Greek

  • ποντίσηι — ποντίσῃ , ποντίζω plunge aor subj mid 2nd sg ποντίσῃ , ποντίζω plunge aor subj act 3rd sg ποντίσῃ , ποντίζω plunge fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίσχαση — η ναυτ. [ισχάζω] η πόντιση άγκυρας πάνω στην οποία βρίσκεται μια άλλη μικρότερη, η ισχάδα …   Dictionary of Greek

  • αγκυροβολία — η [αγκυροβόλο] πόντιση τής άγκυρας πλοίου στον βυθό τής θάλασσας κατά την προσόρμισή του …   Dictionary of Greek

  • αγκυροβόλημα — το [αγκυροβολώ] προσόρμιση, άραγμα τού πλοίου με πόντιση τής άγκυράς του …   Dictionary of Greek

  • αγκυροβόλο — το μηχάνημα που εξασφαλίζει τη γρήγορη πόντιση τής άγκυρας (αλλιώς αγκυροβολέας). [ΕΤΥΜΟΛ. < άγκυρα + βάλλω. ΠΑΡ. αγκυροβολία] …   Dictionary of Greek

  • αντιτορπιλικό — Ταχύτατο πολεμικό πλοίο, το οποίο υιοθέτησε κατά τα τέλη του 19ου αι. το πολεμικό ναυτικό των κυριότερων ναυτικών δυνάμεων για την προστασία των μεγαλύτερων πλοίων από την επίθεση με τορπίλες των τορπιλοβόλων. Μετά την εμφάνιση και την… …   Dictionary of Greek

  • καλωδιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καλώδιο ή αποτελείται από καλώδια 2. φρ. τεχνολ. α) «καλωδιακή τηλεόραση» σύστημα διανομής τηλεοπτικών σημάτων μέσω ομοαξονικών καλωδίων β) «καλωδιακό πλοίο» πλοίο εξειδικευμένο στην πόντιση και συντήρηση …   Dictionary of Greek

  • κρικόδεσμος — ο ναυτ. κρίκος που χρησιμοποιείται κατά την πόντιση τής άγκυρας για το δέσιμο τού σολόγκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + δεσμός (< δένω), πρβλ. αγκυρό δεσμος, αλυσό δεσμος] …   Dictionary of Greek

  • ναρκοβόλο — το ναυτ. πλοίο ειδικά κατασκευασμένο ή μετασκευασμένο που χρησιμοποιείται για την πόντιση ναρκών σε θαλάσσια περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + βόλο (< βάλλω), πρβλ. μυδραλιο βόλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”